exertion$26578$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

exertion$26578$ - translation to ελληνικό

USE OF PHYSICAL OR PERCEIVED ENERGY BY A PERSON
Overexertion; Overexertion Injury; Excessive exertion; Physical exertion
  • Woman carrying wood and her baby in [[Uganda]]

exertion      
n. προσπάθεια, αγώνας, χρησιμοποίηση

Ορισμός

exertion
n.
1.
Exerting, exercise, use. See the verb.
2.
Effort, endeavor, struggle, attempt, trial, strain, stretch.

Βικιπαίδεια

Exertion

Exertion is the physical or perceived use of energy. Exertion traditionally connotes a strenuous or costly effort, resulting in generation of force, initiation of motion, or in the performance of work. It often relates to muscular activity and can be quantified, empirically and by measurable metabolic response.